- κουτουλιά
- η [κουτουλώ]1. χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κερατά του, κούτρημα, κουτριά2. (κατ' επέκτ.) χτύπημα με το κεφάλι, κεφαλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτουλιά — η κουτριά, κεφαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεφαλιά — η το χτύπημα με το κεφάλι, κουτουλιά («τα δύο γκολ τού αγώνα μπήκαν με κεφαλιές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. δαχτυλ ιά, κουτουλ ιά)] … Dictionary of Greek
κουντριά — η [κουντρώ] χτύπημα που καταφέρει ένα ζώο με τα κέρατά του, κουτουλιά, κεράτωμα … Dictionary of Greek
κουτουλιάρικος — η, ο [κουτουλιά] (για ζώα) αυτός που χτυπά με τα κέρατά του, που κερατίζει … Dictionary of Greek
κουτούλισμα — το [κουτουλίζω] κουτουλιά … Dictionary of Greek
κουτρισιά — η [κουτρίζω] η κουτουλιά, το χτύπημα με τα κέρατα … Dictionary of Greek
κούτλα — κούτλα, ἡ (Μ) κουτουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κούτρα] … Dictionary of Greek
κεφαλιά — η χτύπημα με το κεφάλι, κουτουλιά: Έβαλε γκολ με ωραία κεφαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούτρημα — το, ατος και κουτριά, η κουτουλιά, κεράτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)